στρέβλωση

στρέβλωση
η
1. παραμόρφωση, στράβωμα.
2. εξάρθρωση.
3. «στρέβλωση των γεγονότων», διαστροφή των γεγονότων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στρέβλωση — η / στρέβλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [στρεβλῶ, ώνω] η ενέργεια τού στρεβλώνω, συστροφή νεοελλ. 1. εξάρθρωση 2. μτφ. παραποίηση, διαστρέβλωση μσν. μτφ. ηθική διαστροφή αρχ. βασανιστήριο με τη χρήση στρέβλης …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • διαστρέβλωση — η (AM διαστρέβλωσις) [διαστρεβλώ] 1. η αλλοίωση που προέρχεται από στρέβλωση, παραμόρφωση 2. παραποίηση, τροποποίηση («διαστρέβλωση λόγων») …   Dictionary of Greek

  • εκστροφή — η (AM ἐκστροφή) 1. η ενέργεια τού εκστρέφω, στροφή προς τα έξω, αναστροφή 2. διαστροφή, στρέβλωση, εξάρθρωση, μετάθεση 3. μεταβολή τών αγενών μετάλλων σε χρυσάφι 4. ιατρ. η προς τα έξω αναστροφή (βλεννογόνου υμένα, μήτρας κ.λπ.) 5. (για μάτια)… …   Dictionary of Greek

  • κυλλώ — (I) κυλλῶ, άω (Α) τιμωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός. Η σημ. «τιμωρώ» θα πρέπει να προήλθε από τη στρέβλωση τών μελών τού σώματος που επιβαλλόταν ως τιμωρία]. (II) κυλλῶ, όω (AM) [κυλλός] καθιστώ κάποιον κουτσό, κουτσαίνω, στρεβλώνω μσν. μέσ. κυλλοῡμαι …   Dictionary of Greek

  • κύλλωμα — κύλλωμα, τὸ (Α) [κυλλώ (II)] 1. ιδιότητα τού οργάνου που έχει καμπυλωθεί, που έχει γίνει κουτσό, η χωλότητα 2. στρέβλωση, παραμόρφωση …   Dictionary of Greek

  • νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …   Dictionary of Greek

  • παραλλαγή — (Μουσ.). Η τροποποίηση (ρυθμική, αρμονική, μελωδική, αντιστικτική) ενός δεδομένου μουσικού θέματος. Από ιστορική άποψη, η π. ξεκινά από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού. Το προς π. «θέμα» ήταν το λειτουργικό άσμα, που, πέρα από τις διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • σκoλιός — ά, ό / σκολιός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που παρουσιάζει στρέβλωση στο σχήμα του, κεκαμμένος, διάστροφος, κυρτός, λοξός («πρῶτα μὲν σκολιῷ σιδήρῳ ἐξάγουσι τὸν ἐγκέφαλον», Ηρόδ.) 2. (για ατραπούς, οδούς ή ποταμούς) αυτός που βαίνει ελικοειδώς,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”